- ἀστυγειτονουμένας
- ἀστυγειτονουμένᾱς , ἀστυγειτονέομαιdwell in a neighbouringpres part mp fem acc pl (attic epic doric)ἀστυγειτονουμένᾱς , ἀστυγειτονέομαιdwell in a neighbouringpres part mp fem gen sg (doric)ἀστυγειτονουμένᾱς , ἀστυγειτονέωpres part mp fem acc pl (attic epic doric)ἀστυγειτονουμένᾱς , ἀστυγειτονέωpres part mp fem gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.